Κώδων ή κουδούνι… Η ιστορία

Μορφολογία και κατασκευή κουδουνιών…

Με την γενική ονομασία κουδούνια καλείται μία ευρεία ποκιλία από ιδιόφωνα (που παράγουν δηλαδή ήχο με το ίδιο τους το σώμα) μουσικά όργανα-ηχητικά αντικείμενα. Το κουδούνι  είναι ένα κοίλο μεταλλικό αντικείμενο που ηχεί όταν χτυπιέται από το κρεμασμένο στο εσωτερικό του σείστρο (γλωσσίδι). Στο δε σβώλο το σείστρο αντικαθίσταται από μία μπίλια. Το κατεξοχήν ηχογόνο μέρος του κουδουνιού, αυτό που δίνει τον ήχο με τη μεγαλύτερη ένταση και καθαρότητα όταν χτυπιέται από το σείστρο, είναι η περιοχή γύρω από τα χείλη.

Τα κουδούνια που κατασκευάζονται στον Ελλαδικό χώρο και χρησιμοποιούνται κυρίως στην κτηνοτροφία, ανάλογα με τον τρόπο και τα υλικά τους, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στα σφυρήλατα και στα χυτά κουδούνια.

Τα σφυρήλατα κουδούνια που ονομάζονται και απλά κουδούνια, είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος κουδουνιού που συναντάμε περισσότερο από κάθε άλλο σε όλη την Ελλάδα, με πολλές παραλλαγές και ονομασίες. Ξεχωριστό τύπο σφυρήλατου κουδουνιού αποτελεί το τσοκάνι, με σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου, το οποίο δεν ηχεί σε συγκεκριμένο τονικό ύψος. Στην Κρήτη τα σφυρήλατα κουδούνια λέγονται λέρια ή σκλαβέρια και χρησιμοποιούνται στα πρόβατα και στα κατσίκια αντίστοιχα. Το λέρι έχει φάρδος μικρότερο του ύψους του ενώ το σκλαβέρι έχει φάρδος μεγαλύτερο του ύψους του.

Τα χυτά κουδούνια στην Ελλάδα είναι τα κυπριά, τα διπλοκούδουνα τα καμπανέλια και οι σβώλοι. Η λέξη κύπρος ή κυπροκούδουνο ή κυπρί (προέρχεται από το λατινικό cyprium που σημαίνει χαλκός) και είναι ένα από τα βασικά υλικά κατασκευής. Έχει ύψος μεγαλύτερο του φάρδους του και φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη και βάρη. Ο κύπρος μπορεί να έχει για γλωσσίδι έναν άλλο μικρότερο κύπρο (τον παρακύπρο ή παρακούδουνο) και τότε λέγεται διπλόκυπρος. Υπάρχουν και οι τριπλόκυπροι, δηλαδή κύπροι με δύο μικρότερους κύπρους για γλωσσίδι. Παραλλαγές του κύπρου είναι:

  • Ο πλακερός κύπρος ή πλακούλα που έχει πιο λεπτά τοιχώματα και  τις δύο του βάσεις περισσότερο ελλειψοειδείς.
  • Ο μονός κύπρος ή μονόκυπρος ή μονοκύπρι, του οποίου η μικρή πάνω βάση εξέχει.
  • Ο κύπρος με κυρτή την επάνω βάση και με χείλη ελαφρά προς τα έξω. Συναντάται κυρίως στην Ήπειρο. Αυτό το είδος κύπρου ονομάζεται καντήλα στην Κοζάνη και ραμπάουνι ή ραμπάουνα στα Δωδεκάνησα.
  • Το καμπανέλι, με κυρτή κορυφή, χείλη προς τα έξω και με την κάτω βάση του να είναι κύκλική και όχι ελλειψοειδής όπως οι υπόλοιπες παραλλαγές του κύπρου. Οι Σαρακατσάνοι το ονομάζουν

καμπανίτσα ή βλαγκάρι.

 

Ο σβώλος φτιάχνεται σε μικρά μεγέθη και συναντάται σε όλη την Ελλάδα με διάφορες ονομασίες. Ο σβώλος, όπως μαρτυράει το όνομά του, έχει σχήμα σφαίρας και μία σχισμή στο κάτω ημισφαίριο που καταλήγει συνήθως σε δύο στρογγυλές τρύπες. Ο ήχος δεν παράγεται από σείστρο αλλά από μία μπίλια που βρίσκεται στο κενό εσωτερικό μέρος της σφαίρας. Παραλλαγή του σβώλου είναι το κουδούνι που το κάτω μισό μέρος του είναι ημισφαίριο με σχισμή που καταλήγει σε δύο μικρές τρύπες, ενώ το πάνω μισό μέρος είναι κόλουρος πυραμιδοειδής απόληξη.

Τα σφυρήλατα κουδούνια κατασκευάζονται από χαλκό ή επιχαλκωμένη λαμαρίνα. Αρχικά κόβεται το φύλλο του μετάλλου σύμφωνα με ένα μοντέλο που ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος και τον τύπο του κουδουνιού. Στη συνέχεια η κομμένη λαμαρίνα πυρώνει στη φωτιά και σφυρηλατείται στο αμόνι έως ότου πάρει κυρτό σχήμα και σχηματιστεί το σώμα του κουδουνιού. Έπειτα ενώνουν τις δύο πλευρές τις λαμαρίνας και τοποθετούν στην κοιλιά του κουδουνιού μια μεταλλική θηλιά στην οποία θα κρεμαστεί από την εξωτερική της πλευρά η λαιμαριά του ζώου και στην εσωτερική το γλωσσίδι. Αφού πάρει αυτή τη μορφή, το κουδούνι επιχαλκώνεται (γανώνεται) για να προστατεύεται από τη σκουριά και τοποθετείται το σιδερένιο γλωσσίδι στο εσωτερικό του μέρος. Τέλος το κουδούνι σκαλιάζεται από τον τεχνίτη, δηλαδή κουρδίζεται στο επιθυμητό τονικό ύψος με χτυπήματα στα χείλη του.

Τα χυτά κουδούνια κατασκευάζονται από μπρούτζο και χαλκό. Αρχικά φτιάχνεται ένα καλούπι από υγρό καθαρό χώμα μέσα σε δύο μπρούτζινες κάσες, την αρσενική για το εσωτερικό μέρος του κουδουνιού και την θηλυκή για το εξωτερικό του. Στο κέντρο που θα κρεμαστεί το γλωσσίδι τοποθετείται ένα σιδεράκι. Όταν ετοιμαστεί η μήτρα, γεμίζεται με το κράμα του μετάλλου και αφήνεται να κρυώσει. Τέλος επεξεργάζονται το κουδούνι με λίμα, λειαίνοντας τα χείλη του ή την επιφάνεια ώστε να του δώσουν τον επιθυμητό ήχο.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Το κουδούνι στην ελληνική κτηνοτροφία

Τα κουδούνια χρησιμοποιούνται στα ζώα αδιάκοπα από την αρχαιότητα έως και σήμερα.  Κρεμούνταν στα ζώα γιατί έδιωχναν το κακό και τα προστάτευαν.  Στις μέρες μας όμως το κρέμασμα των κουδουνιών στα κοπάδια των γιδοπροβάτων καθώς και άλλων ζώων εξυπηρετεί πρακτικά τον τσοπάνη κατά τη βοσκή. Ο ήχος τους κάνει τα ζώα να πηγαίνουν  όλα μαζί, να μονοιάζουνε. Στα ζώα είναι γνώριμος ο ήχος του κοπαδιού που ανήκουν και δεν απομακρύνονται από αυτό. Ο τσοπάνης από τον ήχο των κουδουνιών ξέρει ανά πάσα στιγμή που βρίσκονται τα ζώα του και σε ποια απόσταση.  Καταλαβαίνει από τον ήχο αν τα ζώα του βόσκουν, ξεκουράζονται, πίνουν νερό ή αν τους συμβαίνει κάτι. Ξέρει όμως και αν βρίσκεται κοντά του κάποιο ξένο κοπάδι γιατί εκτός από τον ήχο του δικού του κοπαδιού ξέρει να αναγνωρίζει και τον ήχο των γειτονικών κοπαδιών. Και σε περίπτωση που μπλεχτούν μεταξύ τους τα κοπάδια, ξέρει από τον ήχο τους να ξεχωρίζει τα δικά του ζώα από τα ξένα. Επίσης ο ήχος των κουδουνιών συντροφεύει το βοσκό στη μοναξιά της υπαίθρου, και του δίνει χαρά. Στα παλαιότερα οι βοσκοί έφτιαχναν τη φλογέρα τους και την κούρδιζαν ανάλογα για να ταιριάζει με τον ήχο του κοπαδιού τους.

Οι τσοπάνηδες κρεμούν τα κουδούνια τους την άνοιξη όταν αφήνουν τα χειμαδιά και παίρνουν το δρόμο προς τα βουνά για να ξεκαλοκαιριάσουν. Η διαδικασία αυτή, το διάλεγμα και το συνταίριασμα των κουδουνιών στο κοπάδι, λέγεται αρμάτωμα. Το φθινόπωρο, κατά την επιστροφή στα χειμαδιά, αφαιρούν τα πολλά κουδούνια από το κοπάδι, το ξαρματώνουν, και αφήνουν λιγοστά μονο σε ορισμένους μπροστάρηδες.

Ανάλογα με το ζώο κρεμούν και το κατάλληλο κουδούνι. Στα πρόβατα κρεμούν κυρίως σφυρήλατα κουδούνια, των οποίων ο ήχος είναι διακριτικός και όχι διαπεραστικός όπως των κύπρων. Το πρόβατο είναι πιο ήμερο ζώο από τη γίδα και βόσκει χαμηλά. Αντιθέτως τις γίδες συνήθως τις αρματώνουν με κύπρους, που ο ήχος τους είναι πιο διαπεραστικός και ακούγεται μακρύτερα. Γιατί τα γίδια είναι ζώα ατίθασα και ευκίνητα που σκαρφαλώνουν σε βράχια, σκορπούν και εύκολα χάνονται. Επίσης τα γίδια τρέφονται κυρίως με φύλλα και κλαδιά, και η έντονη κίνηση του κεφαλιού τους την ώρα που  βόσκουν κάνει να χτυπά δυνατά ο κύπρος που κρέμεται στο λαιμό τους. Στα γίδια ενίοτε κρεμούν και τσοκάνια. Στην Κρήτη κρεμούν λέρια στα γίδια και σκλαβέρια στα πρόβατα, τα οποία είναι και τα δύο τύποι σφυρήλατων κουδουνιών.

Εκτός από τα γιδοπρόβατα, τα κουδούνια χρησιμοποιούνται και σε άλλα ζώα. Τσοκάνια κρεμούν στις αγελάδες. Τις καμπανίτσες, τα καμπανέλια και τα πλακερά τα κρεμούν στα άλογα, τις φοράδες, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια. Το σβώλο τον κρεμάμε στους κυνηγετικούς σκύλους, στα τσοπανόσκυλα, στα άλογα και στα μουλάρια.

Το διάλεγμα των κουδουνιών για το αρμάτωμα του κοπαδιού εξαρτάται από το μεράκι του τσοπάνη, το προσωπικό του γούστο και την οικονομική του ευχέρεια. Τα κουδούνια που με το μεράκι του θα διαλέξει και θα ταιριάξει μεταξύ τους, θα διαμορφώσουν την μοναδική ηχητική φυσιογνωμία του κοπαδιού του.

Αρχικά διαλέγονται τέσσερα και παραπάνω μεγάλα και βαριά κουδούνια με  μπάσα φωνή τα οποία και κρεμιούνται στα κριάρια ή τραγιά που οδηγούν το κοπάδι, τους μπροστάρηδες. Αυτή είναι και η βασική αρμάτα.

Στη συνέχεια διαλέγονται τα κουδούνια για τα υπόλοιπα ζώα που αποτελούν τη ντουζίνα του κοπαδιού. Ο αριθμός των υπόλοιπων ζώων που θα κουδουνώσει ο τσοπάνης μπορεί να είναι τα μισά του κοπαδιού, το ένα τρίτο ή και ακόμα λιγότερα. Αυτό εξαρτάται από το μεράκι του τσοπάνη αλλά και από το μέγεθος του κοπαδιού, την εδαφική μορφολογία και τη βλάστηση που έχει το βοσκοτόπι. Σε περιοχές με απότομες εδαφικές αλλαγές και πυκνή βλάστηση, ο τσοπάνης είναι υποχρεωμένος να κουδουνώσει τα μισά από τα ζώα του ώστε να τα κουμαντάρει/διαφεντεύει και να μην τα χάνει. Τα κουδούνια της αρμάτας συνήθως διαλέγονται ώστε να ηχούν στους ίδιους φθόγγους της βασικής αρμάτας αλλά μία ή και δύο οκτάβες ψηλότερα. Πολλές φορές επίσης επιλέγονται διαφόρων τύπων κουδούνια έτσι ώστε αυτά να δίνουν ξεχωριστό χαρακτήρα στην ηχητική ταυτότητα του κοπαδιού.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Κουδούνι και πνευματισμός

Το κουδούνι χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα στην Κίνα, την Ινδία, τη Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και άλλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής. Πιθανώς η χρήση του βασιζόταν στις μεταφυσικές ιδιότητες που του προσδίδουν ακόμα και σήμερα διάφορες θρησκείες.

Στην Ελλάδα από την αρχαιότητα το κουδούνι χρησιμοποιήθηκε για την αποτρεπτική του ιδιότητα. Πιστευόταν πως ο ήχος του έδιωχνε τα κακά πνεύματα και προστάτευε το χώρο. Στα ζώα αρχικά κρεμούσαν κουδούνια για να τα προστατεύουν από το κακό. Τα παλιά χρόνια, οι τσοπάνηδες κρεμούσαν έξω από τα καλύβια τους κουδούνια για να ηχούν με το φύσημα του αέρα. Ο ήχος του τις παγερές νύχτες του χειμώνα κρατούσε μακριά τα δαιμόνια και τα ξωτικά και προμηνούσε τον ερχομό της άνοιξης.

Η μαγική και αποτρεπτική χρήση του κουδουνιού επιβίωσε, πολλές φορές έως και στις μέρες μας, σε πρακτικές της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά και σε λαϊκές λατρευτικές εκδηλώσεις.

Στο θυμιατό της ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας κρέμονται δώδεκα σφαιρικά κουδουνάκια, που συμβολίζουν τους δώδεκα Αποστόλους. Σφαιρικά κουδουνάκια κρέμονται και σε ένα άλλο είδος θυμιατού με χειρολαβή, το κατσί, που χρησιμοποιείται ακόμα σε μοναστήρια των Μετεώρων και του Αγίου Όρους. Ασημένια ή χρυσά σφαιρικά κουδουνάκια έχουν επίσης οι αρχιερατικοί σάκοι, τα άμφια του ανώτερου ορθόδοξου κλήρου, καθώς και άλλα σκεύη λατρευτικής χρήσης. Μικρά κουδούνια κρεμούσαν τα παλιότερα χρόνια σε όσους ήταν ταμένοι σε έναν άγιο. Το κουδούνι αυτό, σύμβολο του ταξίματος στον άγιο έμενε κρεμασμένο πάνω τους για όσο καιρό διαρκούσε το τάξιμο.

Χρήση κουδουνιών γίνεται στα Αναστενάρια της Αγίας Ελένης, λατρευτικό έθιμο με τελετουργική ζωοθυσία, έκσταση των μυστών και πυροβασία που τελείται σε χωριά της Μακεδονίας. Οι Αναστενάρηδες κατά τον εκστατικό χορό τους πάνω στην πυρά, κρατούν εικόνες πάνω στις οποίες είναι κρεμασμένη μία σειρά από μικρούς σβώλους μαζί με χρυσά ή ασημένια τάματα.

Στο ευετηριακό-γονιμικό έθιμο Καλόγερος, που τελείται σε χωριά της Μακεδονίας τη Δευτέρα της Τυρινής, ο πρωταγωνιστής Καλόγερος έχει κρεμασμένα στη μέση του τρία ή τέσσερα κουδούνια (σφυρήλατα κουδούνια ή κύπρους ή πιο σπάνια τσοκάνια) και χιαστή στο σώμα του μια σειρά από σφαιρικά κουδούνια. Τα κουδούνια που έχει στη μέση του ο Καλόγερος είναι συνταιριασμένα όπως συνταιριάζονται τα τονικά ύψη στο αρμάτωμα του κοπαδιού.

Παρόμοια με τον Καλόγερο ευετηριακά, εθιμοτυπικά δρώμενα γίνονται σε πολλά μέρη, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, και ονομάζονται Καρναβάλια. Τελούνται κατά το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων ή κατά την τελευταία εβδομάδα των αποκρεών. Είναι η συνέχεια των αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών και βυζαντινών εορτών των Καλανδών που γίνονταν για την καλή χρονιά, τη γονιμότητα και την ευημερία. Κοινός τόπος σε όλες τις παραλλαγές του εθίμου είναι οι ζωόμορφες μεταμφιέσεις των συμμετεχόντων και το κρέμασμα κουδουνιών πάνω στις ενδυμασίες. Το έθιμο των Καρναβαλιών γίνεται, μεταξύ άλλων, στο Μοναστηράκι Δράμας, τον Ξηροπόταμο Δράμας, τον Σοχό Λαγκαδά, την Καλή Βρύση Δράμας, τη Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας, το Βώλακα Δράμας, το Ξινό Νερό Φλώρινας, τη Νέα Βόλβη, το Δρυμό Ελασσόνας, την Αγιάσο Μυτιλήνης, το Μέγα Παλαμά Καρδίτσας (Ρογκάτσια), τη Γονούσσα Κορινθίας (Γάμος του Καραγκιόζη), τον Άγιο Παντελεήμονα Φλώρινας, το Βαρικό Φλώρινας, το Μαυροχώρι Καστοριάς, το Εμπόριο Πτολεμαΐδας.

Στη Σκύρο το πιο εντυπωσιακό εθιμικό δρώμενο του Καρναβαλιού ξεχωρίζει  λόγω του πλήθους των κουδουνιών που κρεμάει στη μέση του ο πρωταγωνιστής του δρώμενου, ο Γέρος. Τα κουδούνια είναι διάφορων τύπων όπως τα σφυρήλατα κουδούνια διαφόρων μεγεθών και κύπρια, ο αριθμός τους μπορεί να ξεπεράσει ακόμα τα πενήντα.

Τέλος το κουδούνι ως καμπάνα πια της εκκλησίας., καλεί τους πιστούς στην λειτουργία,  αναγγέλλει μία φυσική καταστροφή ή έναν θάνατο.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ